- μυχαίτατος
- μυχαίτατος, -τάτη, -ον (ΑΜ, Α και μυχοίτατος και μύχατος και μυχώτατος Μ και μυχέστατος, -η, ον)ο ενδότατος, ο εσώτατος, ο βαθύτατος, ο κρυμμένος πολύ βαθιά.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μυχαίτατος < μυχός, κατά τα υπερθετικά σε -αίτατος (πρβλ. μεσ-αίτατος). Ο τ. μυχέστατος < μυχός, κατά τα υπερθετικά σε -έστατος, πρβλ. ερρωμεν-έστατος, ενώ ο τ. μυχώτατος είναι μεταγενέστερος].
Dictionary of Greek. 2013.